- ισοδιάσταση
- ή(τοπογρ.) η σταθερή κατακόρυφος υψομετρική διαφορά μεταξύ δύο συνεχών ισοϋψών καμπύλων γραμμών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοδιάσταση — η κατακόρυφη υψομετρική διαφορά μεταξύ ισοϋψών καμπυλών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)